- ξυλώδης
- -ες (ΑΜ ξυλώδης, -ῶδες) [ξύλον]αυτός που μοιάζει με ξύλο, ξυλοειδής, σκληρός και τραχύς σαν ξύλο («ἐγένοντο διὰ τὸν πάγον σκληραὶ καὶ ξυλώδεις αἱ χλαμύδες», Πλούτ.)νεοελλ.1. γεμάτος ξύλα, πλούσιος σε ξύλα2.φρ. «ξυλώδες φυτό» — το φυτό που έχει δευτερογενή πεπαχυμένο αποξυλωμένο βλαστόμσν.φρ. μτφ. «τὸ ξυλῶδες τοῡ λόγου» — η ακαμψία, η σκληρότητα τού λόγουαρχ.1. αυτός που έχει τη φύση τού ξύλου2. αυτός που έχει το χρώμα τού ξύλου, φαιός ή καστανός («καὶ τοῑς χρώμασιν ὁμοίως τὰ μὲν μέλανα, τὰ δὲ λευκότερα, τὰ δὲ ξυλώδη», Θεόφρ.).
Dictionary of Greek. 2013.